- πολυσέβαστος
- η , ο [ος , ον ] многоуважаемый, всеми уважаемый, почитаемый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολυσέβαστος — η, ο / πολυσέβαστος, ον, ΝΜΑ, επικ. τ. πουλυσέβαστος, ον, Α πολύ σεβάσμιος, πολύ σεβαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σεβαστός] … Dictionary of Greek
βαθυσέβαστος — η, ο πολυσέβαστος, άξιος μεγάλου σεβασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + σεβαστός (πρβλ. αξιοσέβαστος, θεοσέβαστος κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
παντόσεμνος — ον, Α πολυσέβαστος … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυπροσκύνητος — ον, Μ (για τον Τίμιο Σταυρό) 1. αυτός τον οποίο προσκυνούν πολλοί, πολλές φορές, πολυσέβαστος 2. αυτός που προσκυνά πολλούς θεούς, που ακολουθεί πολυθεϊστική λατρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + προσκύνητος (< προσκυνῶ)] … Dictionary of Greek
πολύσεμνος — ον, Α πολύ σεβάσμιος, πολυσέβαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σεμνός] … Dictionary of Greek
πολύσεπτος — ον, Α πολύ σεπτός, ο πολύ σεβάσμιος, πολυσέβαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σεπτός] … Dictionary of Greek
πουλυσέβαστος — ον, Α (επικ. τ.) βλ. πολυσέβαστος … Dictionary of Greek
τρισέβαστος — η, ο / τρισέβαστος, ον, ΝΜ πάρα πολύ σεβαστός («πήρες την τρισέβαστη / θωριά τού μαρτυρίου», Παλαμ.) μσν. (ως τίτλος τού αυτοκράτορα) πολυσέβαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + σεβαστός] … Dictionary of Greek
τρισαύγουστος — ὁ, Μ τρισέβαστος, πολυσέβαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ /τρι * + Αὔγουστος «τίτλος τών Ρωμαίων και Βυζαντινών αυτοκρατόρων»] … Dictionary of Greek